Saturday 31 October 2015

Γιατί με μια νεροποντή πνίγεται η Αττική;

Η ανάπτυξη της πόλης και οι διαδρομές των ρεμάτων.
“… οι Έλληνες απέφευγαν να χαράξουν δρόμους, σε κάθε περίπτωση που το νερό είχε την καλοσύνη να αναλάβει αυτό το έργο. Σε τούτη τη χώρα,όπου ο άνθρωπος ελάχιστα αντιτίθεται στη δουλειά που κάνει η φύση, οι χείμαρροι είναι δρόμοι βασιλικοί, τα ρυάκια δρόμοι επαρχιακοί και τα χαντάκια δρόμοι κοινοτικοί. Οι καταιγίδες έχουν αναλάβει το έργο των μηχανικών που κατασκευάζουν γέφυρες κ’ η βροχή συντηρεί, χωρίς έλεγχο, τους δρόμους μεγάλης και μικρής κυκλοφορίας”
(Ε. Αμπού, 1968, Ο βασιλεύς των ορέων, Αθήνα: 
Γαλαξίας, μτφ. Α. Φραγκιά, γαλλική έκδοση 1853)

Το νερό υπήρξε ιστορικά μια καθοριστική παράμετρος για τη χωροθέτηση οικισμών στην Αττική. Η ευνοϊκή μορφολογία του εδάφους και σημαντικές φυσικές πηγές συνέβαλαν στο σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού ρεμάτων, από τα οποία σήμερα δεν μπορούν να εντοπιστούν περισσότερα από το 10% (περίπου 70 από τα 700). Το εύφορο έδαφος κοντά στα ρέματα προσέλκυσε ανθρώπινους οικισμούς από την αρχαιότητα. 
Κατά την αρχαιότητα τα ρέματα και τα ποτάμια εθεωρούντο ιεροί χώροι και πολλά ιερά έχουν βρεθεί κατά μήκος των διαδρομών τους. Ήταν περιοχές για ειρηνικούς περιπάτους και αναψυχή. Μάλιστα ο Πλάτωνας αναφέρεται στην ομορφιά του τοπίου του Ιλισσού, όπου ο Σωκράτης έκανε φιλοσοφικές συζητήσεις με τους μαθητές του.
Μέχρι περίπου το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι όχθες των ρεμάτων και των ποταμών διατηρούσαν το χαρακτήρα τους ως “φύση” και ως χώροι αναψυχής για τους κατοίκους της πόλης. Το τοπίο της Αττικής δεν είχε σημαντικά αλλοιωθεί και ένα πυκνό δίκτυο ρεμάτων αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό του. Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και, ειδικότερα, με την επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας, το πρόσωπο της Αττικής μεταβλήθηκε ταχύτατα, τόσο που σήμερα δεν αναγνωρίζεται και οι διαδρομές των ρεμάτων δεν διακρίνονται, ούτε βέβαια μπορούν να τις ακολουθήσουν οι φυσιολάτρες περιπατητές.

Η κερδοσκοπία στη γη και η εξαφάνιση των ρεμάτων
Τρεις χρονικές τομές στην ιστορία της Αθήνας είναι σημαντικές για να κατανοήσει κανείς, αφ’ ενός τις διαδικασίες ανάπτυξης της πόλης και αφ’ ετέρου την τύχη των ρεμάτων ως τμήματος της φύσης μέσα στην πόλη: η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ανεξάρτητου κράτους το 1834. η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία μετά το 1922. και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση.

Η νέα πρωτεύουσα
Την εποχή που ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος το 1830, Η Αθήνα ήταν ένας μικρός οικισμός 9.000 κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους την είχαν εγκαταλείψει στην διάρκεια του πολέμου και άρχιζαν τότε να επιστρέφουν στις εστίες τους. Όμως η Αθήνα έπαιζε ένα σημαντικό ιδεολογικό ρόλο ως λίκνο της δημοκρατίας και ως σύμβολο ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος έπρεπε με κάθε μέσο να αποσυνδεθεί από την οθωμανική παράδοση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα ήταν η κατ’ εξοχήν θέση για την πρωτεύουσα του νέου κράτους (Ο Τσιώμης λέει πως, ακόμη κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να επινοηθεί).
Στη σύντομη περίοδο ανάμεσα στο 1830 και το 1831, η γη στην Αττική άλλαξε χέρια, από τις οθωμανικές ιδιωτικές και δημόσιες ιδιοκτησίες στους Έλληνες της διασποράς. Το κράτος την εποχή εκείνη, μη διαθέτοντας τα οικονομικά μέσα και τα θεσμικά εργαλεία, έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσει τον έλεγχο της γης και της μελλοντικής αστικής ανάπτυξης (∆ρίκος, 1994). Όταν έγινε γνωστό ότι η Αθήνα είχε επιλεγεί ως πρωτεύουσα, οι αγοραπωλησίες πολλαπλασιάστηκαν. Ενώ συντάσσονταν σχέδια για τη νέα πρωτεύουσα, η ζήτηση αστικών οικοπέδων αυξήθηκε δραματικά και οι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων άρχισαν να τις υποδιαιρούν σε μικρά οικόπεδα και να τις πουλούν στην αγορά γης (Μπίρης, 1966).
Ήδη από αυτή την περίοδο διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό της αστικής γαιοκτησίας στην Ελλάδα, δηλαδή η κατάτμησή της σε πολύ μικρά οικόπεδα. Η ιδιοκτησία γης θεωρείται ως η μόνη υγιής βάση για την εθνική οικονομική ανάπτυξη και περνάει ένας μεγάλος αριθμός νόμων για την προώθηση και την προστασία της. Η ελπίδα ήταν ότι μια ευάριθμη “τάξη” μικροϊδιοκτητών θα υποστήριζε το θρόνο και την κρατική εξουσία (Πετρόπουλος, Κουμαριανού, 1977). Μέσα από την πρόσβαση στην ιδιοκτησία γης μεγάλες ομάδες του πληθυσμού απέφυγαν την περιθωριοποίηση και διαμόρφωσαν στρατηγικές επιβίωσης γύρω από την ιδιοκατοίκηση και την εκμετάλλευση της γης.
Όλος ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την παραγωγή σχεδίων για τη νέα πρωτεύουσα. Υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από τις αρχές και τα χαρακτηριστικά των σχεδίων, όπως και για το ρόλο τους στο πλαίσιο της ιδεολογίας εκσυγχρονισμού που ήταν κυρίαρχη (δες, ανάμεσα σε πολλά, Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση, 1985, Μπίρης, 1966, Μαντουβάλου, 1989). Όμως, την ίδια περίοδο, ο ρυθμός και οι κατευθύνσεις ανάπτυξης της πόλης καθορίστηκαν από συγκυριακές (ad hoc) επεκτάσεις του αστικού χώρου, μέσα από τις κατατμήσεις μεγάλων ιδιοκτησιών και την αυθαίρετη δόμηση στην περιφέρεια.
Η γεωμετρία του νεοκλασσικού αστικού σχεδιασμού σε μεγάλο βαθμό αγνοούσε το δίκτυο των ρεμάτων πάνω στο οποίο τοποθετούνταν τα σχέδια. Όσο για τις επεκτάσεις που προέκυπταν από τις αγοραπωλησίες γης, αυτές δεν εμποδίστηκαν καθόλου από τα ρέματα. Κατατμήθηκαν και αυτά και συχνά οικοδομήθηκαν.

Εκτός από τις ατομικές πρωτοβουλίες επίλυσης των επειγόντων προβλημάτων στέγης ενός πληθυσμού που αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς, δύο ακόμη ζητήματα σχετίζονται με την τύχη των ρεμάτων:
(α) η ανάγκη κατασκευής ενός δικτύου συγκοινωνιών και επικοινωνίας που θα συνέβαλε στην αποτελεσματική λειτουργία της αστικής οικονομίας, και
(β) το πρόβλημα της ύδρευσης και, πολύ περισσότερο, της αποχέτευσης ομβρίων και λυμάτων, τα οποία συνδέονταν με τη δημόσια υγεία.
Το 1896 ο πληθυσμός της Αθήνας είχε φτάσει τις 176.000, οι επιδημίες ήταν συχνό φαινόμενο, ενώ εκείνη τη χρονιά πνίγηκαν 17 άτομα σε πλημμύρα (Αθήνα Ευρωπαϊκή Υπόθεση, 1985, Leontidou, 1981). Οι διαδρομές πολλών ρεμάτων ενσωματώθηκαν στο οδικό δίκτυο, ορισμένες έμειναν ανοιχτές και οι κοίτες χρησιμοποιήθηκαν ως προνομιακός χώρος για την εγκατάσταση δικτύων. Μια λεπτομερής μελέτη των χαρτών από διαφορετικές χρονολογίες δείχνει τη σταδιακή εξαφάνιση των ρεμάτων.
................
περισσότερα εδώ