Tuesday, 16 June 2020

Βόλος: Αναπνέοντας τον ζωοκτόνο αέρα της ΑΓΕΤ

του Πάνου Πολυχρονόπουλου*
Τα τελευταία περίπου δύο χρόνια στη πόλη του Βόλου, βιώνουμε ένα από τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά σκάνδαλα της Ευρώπης, των τελευταίων ετών, με τρομακτικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων. 

Έχοντας "εξωραΐσει" και μετονομάσει το σκουπίδι και τα στερεά απόβλητα σε "εναλλακτικά καύσιμα", η τσιμεντοβιομηχανία της περιοχής ΑΓΕΤ (Ανώνυμη Γενική Εταιρία Τσιμέντων) (ιδιοκτησία Lafarge – Holcim) εισάγει και καίει καθημερινά εκατοντάδες τόνους σκουπιδιών, από όλη την Ευρώπη και την Αφρική. 
Με λίγα λόγια, αυτό που μας κρύβουν και δεν το λένε ξεκάθαρα είναι πως η κύρια λειτουργία της βαριάς αυτής βιομηχανίας είναι πλέον η καύση σκουπιδιών. Είναι από τους μεγαλύτερους αποτεφρωτήρες σκουπιδιών της Ευρώπης. 
Στον βωμό των υπερκερδών της, τα οποία προέρχονται τόσο από τις επιδοτήσεις της καύσης όσο και από τις συμφωνίες που κλείνει με χώρες για την εισαγωγή σκουπιδιών, η εταιρία δεν διστάζει να καταστήσει το Βόλο και τα περίχωρα, δυστοπική περιοχή, γεμάτη από τους τοξικούς ατμοσφαιρικούς ρυπαντές της. Οι ρυπαντές αυτοί μέσω τις τροφικής αλυσίδας, δηλητηριάζουν και όλο το ζωικό και αγροτικό κεφάλαιο της περιοχής.

Αυτό ακριβώς φέρεται πως είναι το "Όραμα" για ανάπτυξη της περιοχής τόσο της εταιρίας, όσο και των δημοτικών αρχών, της περιφέρειας, του κεντρικού κράτους με τις ευλογίες της Ε.Ε. Η διατήρηση των κερδών των πολυεθνικών ακόμα και σε βάρος του προσδόκιμου ζωής των πολιτών και της ποιότητας ζωής τους.

Το χρονικό του “εγκλήματος”

Το 2013 το περιφερειακό συμβούλιο Θεσσαλίας εγκρίνει την καύση σκουπιδιών («εναλλακτικών καυσίμων») από την ΑΓΕΤ, με πλειοψηφία, η οποία συγκροτείται από τις παρατάξεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, των Οικολόγων και των ακροδεξιών
Η απόφαση αυτή ανοίγει την πόρτα και δίνει το «πράσινο φως» για την έκδοση της ΑΕΠΟ184437/10.01.2014 από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η οποία εμπλουτίζει και τις κατηγορίες «εναλλακτικών καυσίμων».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με απόφαση του υπουργού Γ. Σταθάκη (ΑΕΠΟ 52269/22-02-2017), παρέχει λιμενικές διευκολύνσεις στην ΑΓΕΤ, προκειμένου να εισάγει σκουπίδια από άλλες περιοχές (ή το εξωτερικό). 
Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται οικονομικά η εταιρία να αυξήσει τις ποσότητες των «εναλλακτικών καυσίμων», που καίει από τους 7.386 τόνους σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες τόνους το χρόνο (η ΑΓΕΤ έχει άδεια για καύση περίπου 590.000 τόνων διαφόρων κατηγοριών «εναλλακτικών καυσίμων»).
Την ίδια στιγμή οι μηχανισμοί του τοπικού κράτους (δήμος και περιφέρεια) σε μία κίνηση άμεσα συνδεδεμένη τόσο με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς όσο και με τις επιχειρηματικές επιδιώξεις, ξεκινούν το Μάρτη του 2018 τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας απορριμμάτων και την παραγωγικής SRF. Το έργο χρηματοδοτείται από την ΕΕ (ΕΣΠΑ) με την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής Βόλου και την υπογραφή του περιφερειάρχη Θεσσαλίας. Ουσιαστικά επιχειρεί να επιχορηγήσει την ΑΓΕΤ με δωρεάν καύσιμο και να στήσει συνολικά μια επιχείρηση αγοράς και πώλησης σκουπιδιών.
Η ΑΓΕΤ και η Lafarge σήμερα, προβαίνει σε “καταγγελίες” και απειλεί με δικαστικές διώξεις όποιους αντιτίθενται στην καύση σκουπιδιών και αγωνίζονται να αναδείξουν αυτό το θανάσιμο περιβαλλοντικό έγκλημα, ενώ μέσω του υποταγμένου εργοδοτικού συνδικαλισμού του κίτρινου σωματείου της, θέτει ωμά τον χυδαίο εκβιασμό: Ή δηλητήριο για όλους στο δυστοπικό περιβάλλον που σας εξασφαλίζω, ή δουλειά σε κανέναν.

Αυτή την “παραγωγική ανασυγκρότηση” της χώρας ευαγγελίζονται όλες οι αστικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων. Πως δηλαδή να προσελκύσουν “επενδυτές αρπαχτικά” ρευστοποιώντας εργασιακές σχέσεις και παραδίδει το φυσικό περιβάλλον στην κερδοφορία. Είναι το αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού που μετά την τεράστια επίθεση στην εργασία ετοιμάζεται να σαρώσει με μανία και τη φύση. 
Τον αέρα που αναπνέουμε τη τροφή που καταναλώνουμε, το νερό που δροσιζόμαστε. 
Απαιτεί και τη φυσική μας εξόντωση (μείωση προσδόκιμου ζωής), προσδοκώντας ανάταση της κερδοφορίας του. Η καύση των σκουπιδιών αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πως ο καπιταλισμός μετατρέπει τα προϊόντα της υπερκαταναλωτικής του δραστηριότητας σε νέο κέρδος θυσιάζοντας ολόκληρες κοινωνίες.

Αυτά τα 2 χρόνια ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας του Βόλου, έδωσε και δίνει έναν πολύμορφο και διαρκή αγώνα (συλλαλητήρια, παραστάσεις διαμαρτυρίας, παρεμβάσεις στο περιφερειακό συμβούλιο, ακτιβισμούς, συγκρούσεις με δυνάμεις καταστολής κτλ). Η δημιουργία Επιτροπής Αγώνα και του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Βόλου, κατά της καύσης, αναμφίβολα αποτελούν θετική ενέργεια, καθώς με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί το τεράστιο κενό της ενημέρωσης αφ’ ενός, και αφ’ εταίρου να δημιουργηθεί και να γιγαντωθεί το κίνημα αντίστασης. Τα δυο ιστορικά συλλαλητήρια τον Μάιο του 2018 και τον Μάρτιο του 2019 όπως και το μαζικότατο και γεμάτο δυναμισμό μαθητικό συλλαλητήριο πριν από ένα μήνα περίπου, έδειξαν ότι η νεολαία, οι εργαζόμενοι και ο λαός του Βόλου έχουν διάθεση να παλέψουν για την υγεία τους.

Μέσω της δράσης Επιτροπών, του Συντονισμού Συλλογικοτήτων, των επεξεργασιών τους, της κλιμάκωσης του κινήματος, το ζήτημα της καύσης των σκουπιδιών έβγαλε ζωηρά στο προσκήνιο τόσο το τεράστιο πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, όσο και το σχέδιο της κεντρικής κυβέρνησης και του τοπικού κράτους να δημιουργήσουν μονάδες αποτέφρωσης σκουπιδιών, σε κάθε πόλη της χώρας. 
Ασύδοτα (όπως και η ΑΓΕΤ) η κάθε είδους βιομηχανική “τοξική” δραστηριότητα θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων, σε πολύ μεγαλύτερη ένταση. Η εφιαλτική αυτή για τη ζωή μας συνθήκη, δεν χωρά κανέναν συμβιβασμό και ‘’σκέψεις’’ για ομαλή συνύπαρξη της ΑΓΕΤ με την κοινωνική πλειοψηφία, αλλά αντίθετα αποτελεί μονόδρομο ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ η μαχητική ρήξη με όσους προωθούν την καύση σκουπιδιών και η ακύρωση όλων αυτών των επιχειρηματικών σχεδιασμών.

Το κίνημα και η πληττόμενη κοινωνία είναι παραπάνω από αναγκαίο να απαιτήσουν την εκδίωξη της Lafarge, την κοινωνικοποίηση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου και τη μετεγκατάσταση των διαδικασιών παραγωγής τσιμέντου σε χώρο με τη μικρότερη δυνατή περιβαλλοντική επιβάρυνση. Παράλληλα, χρειάζεται να η αναπροσαρμογή της παραγωγής του στη βάση των κοινωνικών αναγκών και όχι της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Τέλος καθίσταται παραπάνω από αναγκαία η προσπάθεια ενοποίησης και συντονισμού της δράσης όλων των κινημάτων που παλεύουν ενάντια στη λεηλασία της ζωής μας. Που παλεύουν ενάντια στον κοινό εχθρό-παρανομαστή, τον καπιταλισμό.

Πάνος Πολυχρονόπουλος είναι φαρμακοποιός και εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στο αφιέρωμα “Περιβάλλον, κοινωνία και εκπαίδευση” του 9ου τεύχους του Σελιδοδείκτη, Χειμώνας 2019.