Γεμάτη με τοξίνες και βαρέα μέταλλα προερχόμενα
από τα αποκαΐδια η επιφάνεια του νερού
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009
Σε «τοξική βόμβα» φαίνεται να μετατρέπεται το νερό του φράγματος του Μαραθώνα μετά την καταστρεπτική πυρκαϊά στη Βορειοανατολική Αττική. Στην επιφάνεια του νερού της τεχνητής λίμνης, ενός από τους βασικούς τροφοδότες του Λεκανοπεδίου σε πόσιμο και αρδεύσιμο νερό, έχουν εναποτεθεί ήδη τέφρα και αποκαΐδια, τα οποία, όπως έχουν δείξει οι προηγούμενες εμπειρίες καταστρεπτικών πυρκαϊών στην Ηλεία και στην Αρκαδία, είναι στοιχεία πλούσια σε διάφορες τοξικές ουσίες και βαρέα μέταλλα.
Ενδεικτικά, μετά τις φωτιές στον Πάρνωνα και στην Ηλεία το καλοκαίρι του 2007 οι έρευνες του Πολυτεχνείου Κρήτης και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών είχαν καταδείξει ότι στα επιφανειακά ύδατα των πληγεισών από τη φωτιά περιοχών υπήρχαν υψηλές συγκεντρώσεις σε αμμωνία, φώσφορο, μόλυβδο, χαλκό και αρσενικό, προϊόντα της καύσης, που σε πολλές περιπτώσεις προέρχονταν από πλαστικά και απορρίμματα παράνομων χωματερών.
Μάλιστα, στη σχετική μελέτη για την Ηλεία που εκπόνησαν οι γεωπόνοι και οι υδρογεωλόγοι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου γινόταν λόγος για πλήρη απαγόρευση της πόσης των υδάτων από τους κατοίκους των περιοχών αλλά και από τα κοπάδια αιγοπροβάτων για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, ώσπου να διαπιστωθεί το εύρος της επίδρασης στα υπόγεια υδατικά αποθέματα της περιοχής.
Ως αντιστάθμισμα και λύση των προβλημάτων ύδρευσης που θα προέκυπταν, πρότειναν την κατασκευή νέων δεξαμενών, τη μεταφορά νερού από καθαρά υδατικά αποθέματα άλλων περιοχών και τον καθαρισμό των υπαρχουσών υδατοδεξαμενών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση ποσοτήτων ύδατος προορισμένων για τη συντήρηση των κοπαδιών.Στο ίδιο πλαίσιο, προτεινόταν η άμεση διαμόρφωση των πρανών του εδάφους κοντά στις πηγές και άλλα έργα αποστράγγισης, προκειμένου να περιοριστούν τα φαινόμενα διάβρωσης, λασπορροής και μεταφοράς των υπολειμμάτων της πυρκαϊάς ακόμη και σε επιφανειακά ύδατα μακριά από τις εστίες της καταστροφής.
Oπως εξηγεί ο καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ευθύμιος Λέκκας, «τα βαρέα μέταλλα και τα κατάλοιπα τοξινών που διαπιστώνονται στην τέφραπροέρχονται από τη μάζα του ξύλου που καίγεται, αλλά και από τα απορρίμματα που έχουν συγκεντρωθεί σε δεκάδεςπαράνομες χωματερές. Τα κατάλοιπα αυτά, όταν εναποτίθενται στο έδαφος ή στην επιφάνεια υδάτινων οικοσυστημάτων, επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των νερών και, γενικότερα, του υδροφόρου ορίζοντα.
Στην περιοχή γύρω από την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα η καταστροφή του δάσους των πεύκων και των κουκουναριών είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Σύμφωνα, με πληροφορίες, ο δήμαρχος της περιοχής κ. Σπύρος Ζαγάρης , φοβούμενος και αυτός τις συνέπειες μόλυνσης του νερού της λίμνης, προσανατολίζεται στην άμεση κατασκευή κορμοδεμάτων και στην αναδάσωση τμήματος του εξαϋλωμένου δάσους, προκειμένου να αποτρέψει την κατολίσθηση εδαφών και στάχτης στο εσωτερικό της λίμνης. «Δεν πρέπει να γίνει καμία παρέμβαση χωρίς προηγούμενηεμπεριστατωμένη μελέτη» υποστηρίζει ο κ. Λέκκας, υπογραμμίζοντας όμως ταυτόχρονα την αναγκαιότητα περαιτέρω ενεργειών προκειμένου «να μη μετατραπεί η λίμνη του Μαραθώνασε λίμνη τέφρας».
Σε «τοξική βόμβα» φαίνεται να μετατρέπεται το νερό του φράγματος του Μαραθώνα μετά την καταστρεπτική πυρκαϊά στη Βορειοανατολική Αττική. Στην επιφάνεια του νερού της τεχνητής λίμνης, ενός από τους βασικούς τροφοδότες του Λεκανοπεδίου σε πόσιμο και αρδεύσιμο νερό, έχουν εναποτεθεί ήδη τέφρα και αποκαΐδια, τα οποία, όπως έχουν δείξει οι προηγούμενες εμπειρίες καταστρεπτικών πυρκαϊών στην Ηλεία και στην Αρκαδία, είναι στοιχεία πλούσια σε διάφορες τοξικές ουσίες και βαρέα μέταλλα.
Ενδεικτικά, μετά τις φωτιές στον Πάρνωνα και στην Ηλεία το καλοκαίρι του 2007 οι έρευνες του Πολυτεχνείου Κρήτης και του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών είχαν καταδείξει ότι στα επιφανειακά ύδατα των πληγεισών από τη φωτιά περιοχών υπήρχαν υψηλές συγκεντρώσεις σε αμμωνία, φώσφορο, μόλυβδο, χαλκό και αρσενικό, προϊόντα της καύσης, που σε πολλές περιπτώσεις προέρχονταν από πλαστικά και απορρίμματα παράνομων χωματερών.
Μάλιστα, στη σχετική μελέτη για την Ηλεία που εκπόνησαν οι γεωπόνοι και οι υδρογεωλόγοι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου γινόταν λόγος για πλήρη απαγόρευση της πόσης των υδάτων από τους κατοίκους των περιοχών αλλά και από τα κοπάδια αιγοπροβάτων για διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, ώσπου να διαπιστωθεί το εύρος της επίδρασης στα υπόγεια υδατικά αποθέματα της περιοχής.
Ως αντιστάθμισμα και λύση των προβλημάτων ύδρευσης που θα προέκυπταν, πρότειναν την κατασκευή νέων δεξαμενών, τη μεταφορά νερού από καθαρά υδατικά αποθέματα άλλων περιοχών και τον καθαρισμό των υπαρχουσών υδατοδεξαμενών προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση ποσοτήτων ύδατος προορισμένων για τη συντήρηση των κοπαδιών.
Oπως εξηγεί ο καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Ευθύμιος Λέκκας, «τα βαρέα μέταλλα και τα κατάλοιπα τοξινών που διαπιστώνονται στην τέφραπροέρχονται από τη μάζα του ξύλου που καίγεται, αλλά και από τα απορρίμματα που έχουν συγκεντρωθεί σε δεκάδεςπαράνομες χωματερές. Τα κατάλοιπα αυτά, όταν εναποτίθενται στο έδαφος ή στην επιφάνεια υδάτινων οικοσυστημάτων, επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των νερών και, γενικότερα, του υδροφόρου ορίζοντα.
Ετσι η λίμνη του Μαραθώνα, που αποτελεί τη λεκάνη απορροής για την ευρύτερη περιοχή, θα δεχθεί-αποδεδειγμένα-πολύ μεγαλύτερες ποσότητες τέφρας με τις πρώτες βροχές, αλλά και μέσω των υπόγειων νερών» . Στην παρούσα φάση το εύρος της μόλυνσης στη λίμνη δεν είναι ακόμη γνωστό, ο κ. Λέκκας όμως υποστηρίζει ότι «πρέπει να αποτελέσει μία από τις βασικότερες προτεραιότητεςη μέτρηση των τοξικών ουσιών στο νερό της λίμνης», τονίζοντας παράλληλα ότι «η ποιότητα των νερών εξαρτάται από την ταχύτητα και τη συχνότητα των μετρήσεων αυτών, καθώς και από τα μέτρα διύλισης που θα λάβουν οι αρμόδιες υπηρεσίες». Και ο κ. Λέκκας υπογραμμίζει: «Μέχρι νεωτέρας θα χαρακτήριζα την κατανάλωση και τη γενικότερη χρήση νερού από τη λίμνηασφαλείς, αλλά μόνο εφόσον ξεκινήσουν εντατικοί και εξονυχιστικοί έλεγχοι στη λίμνη και σε γειτονικές γεωτρήσεις, αξιοποιώντας και δειγματοληψίες από υπόγειαυδατικά αποθέματα σε όλη την ευρύτερη περιοχή».
Στην περιοχή γύρω από την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα η καταστροφή του δάσους των πεύκων και των κουκουναριών είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Σύμφωνα, με πληροφορίες, ο δήμαρχος της περιοχής κ. Σπύρος Ζαγάρης , φοβούμενος και αυτός τις συνέπειες μόλυνσης του νερού της λίμνης, προσανατολίζεται στην άμεση κατασκευή κορμοδεμάτων και στην αναδάσωση τμήματος του εξαϋλωμένου δάσους, προκειμένου να αποτρέψει την κατολίσθηση εδαφών και στάχτης στο εσωτερικό της λίμνης. «Δεν πρέπει να γίνει καμία παρέμβαση χωρίς προηγούμενηεμπεριστατωμένη μελέτη» υποστηρίζει ο κ. Λέκκας, υπογραμμίζοντας όμως ταυτόχρονα την αναγκαιότητα περαιτέρω ενεργειών προκειμένου «να μη μετατραπεί η λίμνη του Μαραθώνασε λίμνη τέφρας».