Showing posts with label Ποίηση. Show all posts
Showing posts with label Ποίηση. Show all posts

Friday, 9 July 2010

Κείμενα, περιγραφές, έργα τέχνης με θέμα την Ιερά Οδό
και τον Ελαιώνα

Από το Ιστορικό Λεύκωμα του Κώστα Φωτεινάκη,
«Χαϊδάρι – Τόπος και Ιστορία»
11
Άποψη της Ακρόπολης από τον Ελαιώνα, 1917, Λάδι σε Μουσαμά, 22,5×33 εκ.
Μηλιάδης Στέλιος (πινακοθήκη της Βουλής)
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ
Οδός της αρχαιότητας που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Είχε μήκος 22 χιλιομέτρων Ξεκινούσε από την Ιερά Πύλη του Κεραμικού και κατέληγε στο ιερό της Ελευσίνας. Από την οδό αυτή περνούσε η πομπή των Ελευσίνιων Μυστηρίων και γι αυτό ονομάστηκε Ιερά Οδός.

Ο περιηγητής Πολέμων και ο Παυσανίας έχουν περιγράψει ότι επί της Ιεράς Οδού υπήρχαν ναοί, βωμοί, αγάλματα θεών, ηρώα, τάφοι και ανδριάντες πολιτών.
Οι ξένοι περιηγητές, λογοτέχνες και χαρτογράφοι περιγράφουν με δέος τον Ελαιώνα της Αθήνας. Η Ιερά Οδός αποτελούσε έως και το 1955 την μοναδική αρτηρία οδικής επικοινωνίας της Αθήνας με την Δυτική Αθήνα και με την Πελοπόννησο.

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ (απόσπασμα)
Άγγελος Σικελιανός
Από τη νέα πληγή που μ’ άνοιξεν η μοίρα
έμπαιν’ ο ήλιος θαρρούσα στην καρδιά μου
με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως
από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει
το κύμα σε καράβι π’ ολοένα
βουλιάζει… Γιατί εκείνο πια το δείλι
σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει
ν’ αρμέξει ζωή απ’ τον έξω κόσμον, ήμουν
περπατητής μοναχικός στο δρόμο
που ξεκινά από την Αθήνα κι έχει
σημάδι του ιερό την Ελευσίνα.
Τι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα
σα δρόμος της Ψυχής… Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε
αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια,
γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα
αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν
με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους…
—————————————————————————-
Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Μίλερ γράφει το 1939 επισκεπτόμενος της Ελλάδα:
«Πολλές φορές, ακολουθώντας την Ιερά Οδό από το Δαφνί προς τη θάλασσα, νόμισα πως τρελαίνομαι. (…) Δεν έπρεπε να κυλάμε με αμάξια στην Ιερά οδό, όπως σ’ έναν αυτοκινητόδρομο τούτο είναι μια ιεροσυλία. Έπρεπε να βαδίζουμε, να βαδίζουμε, όπως οι άνθρωποι των αλλοτινών καιρών, και ν’ αφήνουμε όλο μας το είναι να πλημμυρίζει από φως. Δεν βρίσκεται κανείς εδώ σ’ έναν από τους μεγάλους δρόμους της χριστιανοσύνης. Αυτό τον δρόμο τον χάραξαν πόδια παγανιστικά, πόδια ευλαβικά, πορευόμενα προς τη μύηση, προς την Ελευσίνα…». (Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα, ΠΑΤΑΚΗΣ).
—————————————————————————-
Τοποσήματα (landmarks) και κομβικά σημεία στο αρχαίο ελληνικό τοπίο
Ο Αλέξανδρος Μποφίλας1, στην ομιλία του με θέμα «Φυτεύσεις και τοποσήματα στην αρχαία Ελλάδα» ανέφερε ότι, σύμφωνα με τη μελέτη του «Ανάδειξη της Ιεράς Οδού από την Αρχαία Αγορά των Αθηνών μέχρι το Ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα», προέκυψε ότι οι θέσεις των αρχαίων ναών και άλλων κομβικών στοιχείων υποδομής του δρόμου ακολουθούν συγκεκριμένη διάταξη (!) με ενιαίες αποστάσεις πέντε αρχαίων αττικών σταδίων (924 μ.) μεταξύ τους, η οποία γίνεται αντιληπτή ακόμα και από τα σωζόμενα υπολείμματα. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:
Ναός Δήμητρας και Κόρης Αθηνών, Ακρόπολις Αθηνών, Ελευσίνιον, Αρχαία Αγορά, Κεραμεικός (Ιερά Πύλη, Δίπυλον, Κατάληξη Δημοσίου Σήματος, Ναός Αγίας Τριάδας), Κτήμα Χασεκή με Κονάκι και Κρήνη στον χώρο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ι. Ναός Αγίου Σάββα (θέση Ιερής Συκιάς και Ναού Δήμητρας)/ Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου (θέση Ναού Διός)/ Θέση Τύμβου Kaupert/ Κορυφή Προφήτη Ηλία με Ιερό Ναό/ Μονή Δαφνίου (θέση ναού Απόλλωνος ή Φορβά)/ Ιερόν Αφροδίτης2/ Μαρμάρινος Λίθος στον Λόφο Ηχούς (αρχαίο όριο Αθηνών – Ελευσίνος)/ Μαρμάρινος Λίθος με επιγραφή/ Πύργος – Τύμβος Ασπροπύργου/ Ρωμαϊκή Γέφυρα Ελευσινιακού Κηφισού/ Ιερός Ναός Αγίου Ζαχαρία (πιθανή θέση Ναού Τριπολέμου)/ Ιερόν Δήμητρας και Κόρης/ Αρχαίο Λιμάνι Ελευσίνος.»
Σημειώσεις:
1. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, «ωραίο, φρικτό κι απέριτο τοπίον», ημερίδα. Η έκδοση έγινε από τις ΝΗΣΙΔΕΣ. Ο Αλέξανδρος Μποφίλας σπούδασε Αρχιτεκτονική Τοπίου στο Πολυτεχνείου του Μονάχου. Η ενδιαφέρουσα εισήγησή του στις σελ.109 – 119.
2. Με έντονα γράμματα είναι τα τοποσήματα (landmarks) που βρίσκονται στο Χαϊδάρι.
—————————————————————————-
Ο Φραγκίσκος Σατωμπριάν περιγράφει την Ιερά Οδό, τον Κηφισό και τον Ελαιώνα, 1806
Το 1806 επιβιβάζεται σ΄ ένα εμπορικό πλοίο στην Τεργέστη (Ιταλία) το οποίο πήγαινε στην Σμύρνη (Τουρκία). Συμφωνεί με τον καπετάνιο να τον αποβιβάσει νότια της Πελοποννήσου, στην Μεθώνη, με την προοπτική να συναντήσει το πλοίο, μερικές ημέρες αργότερα, στο Σούνιο έτσι ώστε να συνεχίσει το ταξίδι του για Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αγίους Τόπους κ.α.
Ο Σατωμπριάν φτάνει στην Μεθώνη, επισκέπτεται την Τρίπολη, το Άργος, διανυκτερεύει στην Ελευσίνα -προετοιμάζεται ψυχικά και πνευματικά -, για να επισκεφτεί μέσω της Ιερά Οδού την Αθήνα…
Αντιγράφουμε από το Οδοιπορικό του:
«…Τέλος πάντων, η μεγάλη μέρα που μας είδε να μπαίνουμε στην Αθήνα στην Αθήνα, ξημέρωσε. Στις 23 Αυγούστου (1806), στις τρεις το πρωί, είμαστε όλοι επάνω στ΄ άλογά μας. Κι΄ αρχίσαμε να παρελαύνουμε, σιωπηλοί, από την Ιερά Οδό. Πρέπει να βεβαιώσω πως κι΄ ο πιο ευλαβικός από τους μυημένους στα Ελευσίνια Μυστήρια, δε θα ένοιωσε ποτέ τη δική μου συγκίνηση. Όλοι είχαμε φορέσει τα γιορτινά μας, ο γιαννίτσαρος είχε «γυρίσει» τα μέσα – έξω του τουρμπανιού του, και – γεγονός εξαιρετικό – είχε τρίψει και ξυστρίσει τ΄ άλογα. Περάσαμε την κοίτη ενός χείμαρρου, του Σαρανταπόταμου –ίσως νάταν ο Ελευσίνιος Κηφισσός – είδαμε κάποια λείψανα χριστιανικών ναών, χτισμένων ίσως πάνω στον τάφο εκείνου του Ζάρηκα, που ο Απόλλων του είχε διδάξει τη μουσική. Κάποια άλλα ερείπια μας δείχναν σε ποιο σημείο υψωνόνταν τα μνήματα του Εύμολπου και του Ιπποθόντα
Το πρώτο, που χτύπησε τα μάτια μου, ήταν η Ακρόπολη, φωτισμένη από τον ήλιο, που μόλις είχε βγει… Παρουσίαζε ένα συγκεχυμένο σύνολο από τα κιονόκρανα των Προπυλαίων, τις κολώνες του Παρθενώνα, το ναό του Ερεχθείου, τις επάλξεις ενός τείχους φορτωμένου κανόνια, από τα γοτθικά ερείπια των χριστιανών κι΄ από τις καλύβες των Οθωμανών…
…Η Αθήνα υψώνεται μέσα σε μια πεδιάδα, ζωσμένη από μια σειρά βουνών που καταλήγει στην θάλασσα. Από τη θέση, που έβλεπα αυτή την πεδιάδα φαινόταν χωρισμένη σε τρεις ζώνες. Η πρώτη ζώνη … ήταν ακαλλιέργητη και σκεπασμένη ρείκια. Η δεύτερη, είχε χωράφια οργωμένα και νιοθερισμένα. Κι΄ η τρίτη, ήταν ένα μακρύ δάσος από λιόδεντρα, που απλωνόταν κάπως κυκλικά από τις πηγές του Ιλισσού ως τους πρόποδες του Άνχεσμου κι΄ ως το λιμάνι του Φαλήρου. Κυλάει ο Κηφισσός μέσ΄ απ΄ αυτό το δάσος, που γέρικο καθώς είναι, φαίνεται να ξεκινάει από την ελαία, που ξεπετάχτηκε από τη γη με πρόσταγμα της Αθηνάς…
…Μπήκαμε στο ελαιώνα… Σε λίγο είδαμε την κοίτη του Κηφισσού, ανάμεσα σε κορμούς λιόδεντρων, που τον ζώνανε γέρικες ιτιές. Ξεπέζεψα για να χαιρετήσω τον ποταμό και για να πιω από το νερό του, αλλά μόλις βρήκα το νερό, που μου χρειάζονταν σε μια λακουβίτσα, σιμά στην όχθη• όλο τ΄ άλλο νερό το είχαν «στρέψει» για να ποτίζουν τον Ελαιώνα. Πάντα μου άρεσε πολύ να πίνω από το νερό των φημισμένων ποταμών, που μου έλαχε να τους περάσω. Έχω πιεί, λοιπόν από τα νερά του Μισισιπή, του Τάμεση, του Ρήνου, του Πάδου, του Τίβερη, του Ευρώτα, του Κηφισού, του Έρμου…
Βγαίνοντας από τον Ελαιώνα, κι εκεί που θάταν ο εξωτερικός Κεραμεικός, βρήκαμε ένα περιτειχισμένο περιβόλι. Και χρειαστήκαμε ακόμα δρόμο μισής ώρας, για να φτάσουμε στην Αθήνα, διαβαίνοντας μέσα από τ΄ άχυρα των θερισμένων σιταριών. Ένα νεόχτιστο τείχος, που μόλις το είχαν επισκευάσει, και, που έμοιαζε με περιτοίχισμα κήπου, έζωνε την πόλη. Δρασκελίσαμε την πύλη και περάσαμε σε αγροτικά δρομάκια, δροσερά και καθάρια. Κάθε σπίτι, έχει το περιβολάκι του: πορτοκαλιές και συκιές. Ο λαός μου φάνηκε εύθυμος και περίεργος. Δεν είχε καθόλου το σκυθρωπό ύφος, που είχαν οι Μωραϊτες…»
Σατωμπριάν, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», Δωδώνη
—————————————————————————-
Από την Αθήνα στην Ελευσίνα, 1850
Γουσταύος Φλωμπέρ
«Σήμερα, Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου, ανήμερα των Χριστουγέννων, ξεκινήσαμε από την Αθήνα στις 9 το πρωί για την Ελευσίνα (Λεψίνα)
Ο δρόμος μας αφήνει δεξιά το δρόμο του Πειραιά και μπαίνει σ΄ έναν ελαιώνα. Ένας ουρανός σταχτοκύανος, βαθύς, φτιαγμένος από παχιά στρώματα το ένα πάνω στο άλλο, με φωτερά γαλάζια ανοίγματα, ξεχώριζε σε μεγάλα κομμάτια ανάμεσα στις γκριζοπράσινες φυλλωσιές των λιόδεντρων. Νερό δίπλα στο δρόμο και στα καλλιεργημένα χωράφια, ανάμεσα στους κορμούς των δένδρων• μικρά ρυάκια περνούν κάτω από γέρικους λιανισμένους κορμούς. Αριστερά ο Βοτανικός Κήπος…»
Γ. Φλωμπέρ, «Το ταξίδι στην Ελλάδα», Ολκός
για περισσότερα

Monday, 23 November 2009

Παραφρονήσαμε... Homo Parafronus


Η ζωγραφιά είναι ευγενική παραχώρηση του αγαπημένου μας Μάξιμου

Σε γεννάμε.
Στο δεξί σου χεράκι βραχιολάκι γαλάζο ή ροζ
με ολόχρυσα γράμματα
ΝΕΑ ΖΩΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ.



Μα η Γη μας δεμένη με μαύρη κορδέλα.
Τα γράμματα κόκκινα:
ΚΙΝΔΥΝΟΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ.

Ο πλανήτης μη βιώσιμος τόπος.


Σε γεννάμε ΕΛΕΥΘΕΡΟ
σ' έναν κόσμο του χρήματος ΣΚΛΑΒΟ.


Βάλτοι οι γαλάζες οι λίμνες
και τάφοι ανοιχτοί πεθαμνων ψαριών.
Τα ποτάμια κυλούν μπρος στα πόδια σου
– οχετοί, η αποφορά της σαπίλας –
μα νεράκι δεν έχεις να πιείς,
να πλυθείς, να χαρείς δεν μπορείς.

Χημικά, διοξίνες, απόβλητα, καπνοί βρωμεροί
τ' ουρανού το γαλάζιο μας κρύβουν,
και τους ρύπους αφήσαμε να μας διαφεντεύουν.
Φίλτρα δε θέλουμε στις ανάσες τεράτων να βάλουμε,
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…



Στο ασκί του Αιόλου τους αέρηδες κλείσαμε
Την ενέργεια του ανέμου απορρίψαμε
με προφάσεις χιλιάδες…
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…

Καθαρή και αμόλυντη ενέργεια
ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ
το Φως να μας δώσει.
ΔΕ ΣΥΜΦΕΡΕΙ τους ΚΡΟΙΣΟΥΣ της Γης.


Με υπουργών αποφάσεις,
με μια άθλια τζίφρα
ΕΜΠΟΔΙΣΑΜΕ
της Δύναμης το άπλετο Φως
να μας σώσει.

Και το στάρι, το ρύζι, οι καρποί σου,
ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ, ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ,
αφού έτσι ΣΥΜΦΕΡΕΙ,
του αδηφάγου Λεβιάθαν
τα σπλάχνα τ' αχόρταγα.


Δεσμεύσεις, συνθήκες, πρωτόκολλα
όλα στο βρόντο,
όλα πλαστά,
όλα ψεύτικα,
ενώ θα μπορούσα
τον κόσμο ν' αλλάξω
αλλά…
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…


Χρυσοφόροι υπηρέτες γενήκαμε.
Με πλούτια αμύθητα
του Μίδα τις τσέπες τις άπατες,
των μεγιστάνων Αράβων,
του Μαμωνά την ακόρεστη πείνα
γεμίζουμε σε βάρος δικό σου.

Με πόνο το βλέμμα σου πάνω μου,
μια λύση επειγόντως ζητάει.



Και η λύση ποια είναι;
απ το λίκνο σου τ' άδολο
γοερά τη φωνάζεις:

Οι σκέψεις, τα λόγια κι οι πράξεις σας
απ' των Κροίσων τις τσέπες να φύγουν.
Οι σκέψεις, τα λόγια κι οι πράξεις σας,
της Καρδιάς σας τον τόπο να βρουν.
Ο Νους κι η Καρδιά σας
την ΟΥΣΙΑ να βρουν
και σ' αυτή σταθερά ν' απλωθούν.

Και η ΟΥΣΙΑ;
Η ΑΓΑΠΗ και μόνο Η ΑΓΑΠΗ.

από το χαμομηλάκι

Tuesday, 7 July 2009

Κωστή Παλαμά -Τὸ πανηγύρι στὰ σπάρτα

Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!

Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.

(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.


(Κ. Παλαμάς)
Ο ποιητής δεν έχει ακόμα κλείσει τα σαράντα του κι όμως νιώθει πως βρίσκεται μακριά από το μαγευτικό «πανηγύρι στα σπάρτα». Αυτό το πανηγύρι τον πρόσμενε σε όλη του τη ζωή. Διατυπώνει όμως παράπονα ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό και τη μοίρα του, ενάντια στην απραγμοσύνη και τη δειλία του. Τον κόσμο τον βλέπει σαν άφθαστο κάλλος: «χρυσά σπάρτα», «πανηγύρι πανεύοσμο», «ξανθολούλουδα», «δροσάνθια», «ξανθόσπαρτο λιβάδι».
 Επίσης τον βλέπει και σαν ανικανοποίητη επιθυμία: πιστεύει ότι τα εμπόδια στο δρόμο του όπως, «ο θάνατος της γυναίκας του», «αγκαθερά φυτά», «βούρλα», «βάλτα», «αγκάθια», «πίκρα της αρμύρας», «γλίνα της νοτιάς» είναι στοιχεία αξεπέραστα γι΄αυτόν. Το πανηγύρι φαντάζει μακριά γι΄ αυτόν, θέλει όμως να παραβρεθεί σ΄αυτό το πανηγύρι: «να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι».
:«Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω, κι αποκάνω και πέφτω». Μέσα στις προσπάθειές του αυτές υποκύπτει. Από την άλλη όμως «το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα, με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα». Εδώ διαγράφεται ένας αισιόδοξος τόνος. Υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που τον περιμένει κι αυτό είναι ο αγώνας  που πρέπει να κάνει για να το αγκαλιάσει
 «...νιώθω εντός μου τη μοίρα του γυμνού και του ανήμπορου κόσμου» Αυτός ο στίχος είναι το τελικό συμπέρασμα από την εμπειρία, το σημείο του ποιήματος. Ο ποιητής νικιέται από την αντίσταση και πέφτει συντετριμμένος στη μέση της πορείας του. Δεν είναι ο άνθρωπος ο δυνατός της δράσης.  
................................................ 
Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

Wednesday, 4 June 2008

Homo Parafronus

Η ζωγραφιά είναι ευγενική παραχώρηση του αγαπημένου μας Μάξιμου
Η ζωγραφιά είναι ευγενική παραχώρηση του αγαπημένου μας Μάξιμου

Σε γεννάμε.
Στο δεξί σου χεράκι βραχιολάκι γαλάζο ή ροζ
με ολόχρυσα γράμματα
ΝΕΑ ΖΩΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ.

Μα η Γη μας δεμένη με μαύρη κορδέλα.
Τα γράμματα κόκκινα:
ΚΙΝΔΥΝΟΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ.

Ο πλανήτης μη βιώσιμος τόπος.

Σε γεννάμε ΕΛΕΥΘΕΡΟ
σ' έναν κόσμο του χρήματος ΣΚΛΑΒΟ.

Βάλτοι οι γαλάζες οι λίμνες
και τάφοι ανοιχτοί πεθαμνων ψαριών.
Τα ποτάμια κυλούν μπρος στα πόδια σου
– οχετοί, η αποφορά της σαπίλας –
μα νεράκι δεν έχεις να πιείς,
να πλυθείς, να χαρείς δεν μπορείς.

Χημικά, διοξίνες, απόβλητα, καπνοί βρωμεροί
τ' ουρανού το γαλάζιο μας κρύβουν,
και τους ρύπους αφήσαμε να μας διαφεντεύουν.
Φίλτρα δε θέλουμε στις ανάσες τεράτων να βάλουμε,
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…

Στο ασκί του Αιόλου τους αέρηδες κλείσαμε
Την ενέργεια του ανέμου απορρίψαμε
με προφάσεις χιλιάδες…
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…

Καθαρή και αμόλυντη ενέργεια
ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ
το Φως να μας δώσει.
ΔΕ ΣΥΜΦΕΡΕΙ τους ΚΡΟΙΣΟΥΣ της Γης.
Με υπουργών αποφάσεις,
με μια άθλια τζίφρα
ΕΜΠΟΔΙΣΑΜΕ
της Δύναμης το άπλετο Φως
να μας σώσει.

Και το στάρι, το ρύζι, οι καρποί σου,
ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ, ΒΙΟΚΑΥΣΙΜΑ,
αφού έτσι ΣΥΜΦΕΡΕΙ,
του αδηφάγου Λεβιάθαν
τα σπλάχνα τ' αχόρταγα.

Δεσμεύσεις, συνθήκες, πρωτόκολλα
όλα στο βρόντο,
όλα πλαστά,
όλα ψεύτικα,
ενώ θα μπορούσα
τον κόσμο ν' αλλάξω
αλλά…
ΔΕ ΜΑΣ ΣΥΜΦΕΡΕΙ…

Χρυσοφόροι υπηρέτες γενήκαμε.
Με πλούτια αμύθητα
του Μίδα τις τσέπες τις άπατες,
των μεγιστάνων Αράβων,
του Μαμωνά την ακόρεστη πείνα
γεμίζουμε σε βάρος δικό σου.

Με πόνο το βλέμμα σου πάνω μου,
μια λύση επειγόντως ζητάει.

Και η λύση ποια είναι;
απ το λίκνο σου τ' άδολο
γοερά τη φωνάζεις:

Οι σκέψεις, τα λόγια κι οι πράξεις σας
απ' των Κροίσων τις τσέπες να φύγουν.
Οι σκέψεις, τα λόγια κι οι πράξεις σας,
της Καρδιάς σας τον τόπο να βρουν.
Ο Νους κι η Καρδιά σας
την ΟΥΣΙΑ να βρουν
και σ' αυτή σταθερά ν' απλωθούν.

Και η ΟΥΣΙΑ;
Η ΑΓΑΠΗ και μόνο Η ΑΓΑΠΗ.