Η γοητεία του Ολύμπου, της κατοικίας των 12 Ολύμπιων θεών, παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο και αποτελεί πόλο έλξης καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου για τουρίστες από όλο τον κόσμο. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πεζοπορικές διαδρομές για να γνωρίσουν αρχάριοι και προχωρημένοι πεζοπόροι τις ομορφιές του βόρειου τμήματος του Ολύμπου είναι αυτή που ξεκινάει από το Λιτόχωρο και καταλήγει στη θέση "Πριόνια". Η διαδρομή ακολουθεί το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4. Το μονοπάτι ξεκινά από το Γιβραλτάρ, διασχίζει την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και αφού εισέλθει στην Ελλάδα και διασχίσει μονοπάτια μήκους 1.600 χιλιομέτρων, καταλήγει στην Κάτω Ζάκρο της Κρήτης.
Η διαδρομή από το Λιτόχωρο ως τα "Πριόνια" γίνεται δια μέσου του φαραγγιού του Ενιπέα. Πυκνή βλάστηση, βραχώδεις σχηματισμοί, καταρράκτες, λιμνούλες και όμορφες ξύλινες γέφυρες δημιουργούν μοναδικές εικόνες.
Από τα "Πριόνια" η διαδρομή συνεχίζει ως το καταφύγιο "Σπήλιος Αγαπητός" (ή καταφύγιο Α', στα 2.100 μέτρα υψόμετρο), διαδρομή ιδιαίτερα αγαπητή για τους προπονημένους πεζοπόρους. Στη συνέχεια δια μέσου της κορυφής "Σκάλα" το μονοπάτι οδηγεί στο Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου.
Η Μονή του Αγίου Διονυσίου
Οι πιο δημοφιλές στάσεις ανάπαυσης των πεζοπόρων της διαδρομής Λιτόχωρο- Πριόνια γίνονται στο Άγιο Σπήλαιο, όπου κατά την παράδοση ασκήτευσε ο Άγιος Διονύσιος, και στη συνέχεια στην παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου.
Το όνομα της παλιάς Μονής Αγίου Διονυσίου εμφανίζεται για πρώτη φορά σε γραπτό κείμενο στα μέσα του 16ου αιώνα, όπου περιγράφεται η έκταση που παραχωρήθηκε στο μοναχό Διονύσιο για το χτίσιμό της.
Χτισμένη με τοπική πέτρα και ξύλο και σε υψόμετρο 850 μέτρων, η Μονή κυριαρχεί στο φυσικό τοπίο. Το κτίριο της Μονής είναι χτισμένο σαν φρούριο σε ένα φυσικά οχυρό πλάτωμα της πλαγιάς. Στα νότια βρίσκεται το φαράγγι του Ενιπέα, στα ανατολικά και στα δυτικά δύο ρέματα που τροφοδοτούν τον Ενιπέα, ενώ στα βόρεια η Μονή διέθετε οχυρωματικό περίβολο και δύο πύργους δίπλα στην κύρια είσοδο. Ο πύργος αριστερά της εισόδου είναι γκρεμισμένος από το 1818, οπότε τα στρατεύματα του Αλή πασά των Ιωαννίνων κατέλαβαν τη Μονή έπειτα από μάχη τριών ημερών.
Το Καθολικό είναι σταυροειδής ναός αθωνικού τύπου, αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα. Γύρω από το ναό ήταν τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι των μοναχών. Περιβάλλεται από τέσσερα παρεκκλήσια, από τα οποία το βορειοδυτικό φιλοξενεί τον τάφο του Άγιου Διονύσιου. Στα βορειοδυτικά υπάρχει και κρήνη με τρεχούμενο νερό.
Στο ισόγειο της βόρειας πτέρυγας στεγαζόταν η τράπεζα που από το 1943 ως το 1996 λειτουργούσε σαν ναός γιατί είχε γκρεμιστεί το Καθολικό.
Στην κατεστραμμένη τριώροφη δυτική πτέρυγα υπήρχαν κελιά των μοναχών και στη νοτιοδυτική γωνία το μισογκρεμισμένο πλέον κωδωνοστάσιο. Η νότια πτέρυγα έχει δύο ορόφους με κελιά μοναχών και υπόγειους χώρους.
Η Μονή βίωσε μελανές στιγμές στην Ιστορία της. Το 1818 κατελήφθη από τα στρατεύματα του Αλή Πασά. Έπειτα από τριήμερη πολιορκία, ο γιος του πασά, Βελής δίνει διαταγή να τη λεηλατήσουν και να την πυρπολήσουν. Αργότερα η Μονή διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο, ως κρησφύγετο αγωνιστών μέχρι και τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Εξάλλου, η Μονή βομβαρδίστηκε και στη συνέχεια πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς τον Απρίλιο του 1943, καθώς φιλοξενούσε αντάρτες. Σήμερα, το Καθολικό έχει αποκατασταθεί σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, ενώ γίνεται προσπάθεια για πλήρη αναστήλωση του κτιρίου.