Η Σκόπελος είναι ένα από τα νησιά των Βορείων Σποράδων, το δεύτερο νησί στη σειρά μετά την Σκιάθο. Έχει έκταση περίπου 96 τετρ. χιλ. και περίμετρο 67 χιλιόμετρα.
Γεμάτη με πυκνά δάση που καλύπτουν σχεδόν το 80% της έκτασής της, θεωρείται το πιο πράσινο του Αιγαίου. Έχει καλή τουριστική υποδομή, συγκεντρώνει όμως λιγότερο κόσμο (30.000 άτομα 15/8/2007) από τη γειτονική κοσμοπολίτικη Σκιάθο και διατηρεί σε μεγαλύτερο βαθμό τον παραδοσιακό χαρακτήρα της.
Η Χώρα είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Πεπαρήθου. Ετσι λεγόταν το νησί κάποτε. Και ο πρώτος της βασιλιάς ήταν ο Στάφυλος, ο οποίος έφερε από την Κρήτη την αμπελοκαλλιέργεια στο νησί. Το κρασί της Σκοπέλου ήταν διάσημο σε όλο το Αιγαίο για αιώνες.
Ξεφυλλίζω αραχτός τα της σκοπελίτικης ιστορίας στην παραλία του Στάφυλου. Δεν έχει πια κρασάδες το νησί. Εχει όμως πνεύμα, έστω και χωρίς τον οίνο. Πριν έρθω στη Σκόπελο, είχα την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει με τον πολιτισμό του νησιού.
Οτι εδώ ζουν και εμπνέονται καλλιτέχνες κάθε λογής και δημιουργοί που ακόμη κάνουν σημαντική δουλειά. Ηταν και τα καλοκαίρια του Φωτογραφικού Κέντρου Σκοπέλου που έβαλαν το νησί στο χάρτη των σημαντικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Σήμερα το Κέντρο δεν λειτουργεί, ενώ κάποια από τα παλαιά του μέλη διοργανώνουν τις ημέρες ποίησης Θερινό Ηλιοστάσιο.
«Η Σκόπελος παράγει και σήμερα πολιτισμό», μου επισημαίνει η καθ' ύλην αρμόδια για τα πολιτιστικά δρώμενα του Δήμου, Μάρω Βλαχάκη. Ψάχνουμε την πολιτιστική ψυχή του νησιού στο μαχαιράδικο του Χρήστου Πατσή -του τελευταίου μαχαιρά της Σκοπέλου- και στο εργαστήριο του Γιάννη Μπουνταλά, ο οποίος κατασκευάζει μικρογραφίες των σκοπελίτικων πλεούμενων, διατηρώντας έως σήμερα ένα μικρό ψήγμα από τη μεγάλη ναυπηγική παράδοση της Σκοπέλου.
Βρήκαμε τον Νίκο Ρόδιο στον ίδιο ποδοκίνητο τροχό που έστησε το 1900 ο παππούς του, να συνεχίζει τη μεγάλη αγγειοπλαστική του παράδοση, με τα περίφημα διακοσμητικά μελαμβαφή κεραμικά.
Μας μίλησε για την ιστορία του εργαστηρίου, για τα χρόνια που η Σκόπελος ήταν τόπος απομόνωσης και εξορίας. «Δύο είδη εξόριστων είχε η Σκόπελος: αστούς διωγμένους από τον Βενιζέλο (όπως ο Ράλλης, ο Μπαλτατζής κ.λπ.) και αργότερα αριστερούς. Ολοι σύχναζαν εδώ, στο μαγαζί του παππού…», σχολιάζει.
Το νησί απέκτησε ακμαία ναυτιλία τον 19ο αιώνα, ενώ η οινοπαραγωγή υποχώρησε σταδιακά έως τις αρχές του 20ού, όταν και χάθηκε. Το νησί όμως είχε πάντα και περίφημους οικοδόμους οι οποίοι, από τις αρχές του 20ού αιώνα ταξίδευαν για δουλειά σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, όπου διέπρεψαν μαζί με τους γνωστούς Αναφιώτες μαστόρους.
Στην Αθήνα, μάλιστα, ήρθαν σε επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι το οποίο, ειδικά μετά τον πόλεμο, έγινε πολύ αγαπητό στο νησί.
Και παραμένει αγαπητό μέχρι σήμερα. «Τη δεκαετία του '70, που ξεκινούσε στην Ελλάδα η αναβίωση του ρεμπέτικου, παίζαμε μαζί με τον Γιώργο Ξηντάρη και τους αδελφούς Σύρου κάθε καλοκαίρι στα μαγαζιά της Σκοπέλου», μου εξηγεί ο μουσικός Κώστας Καλαφάτης.
«Το νησί τη δεκαετία του '80 έγινε πόλος έλξης όσων ήθελαν να ακούσουν ή να παίξουν ρεμπέτικο. Από εδώ πέρασαν η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Μανόλης Πάπος, ο Σπύρος Γκούμας, πολλοί…». Σήμερα η δεύτερη γενιά συνεχίζει τη ρεμπέτικη παράδοση στη Σκόπελο.
Ο 22χρονος Γιάννης Ξηρογιάννης φτάνει σε λίγο με το τρίχορδο μπουζούκι του και αρχίζουν, στο μπαλκόνι του Κώστα, να γεμίζουν το σούρουπο με μουσική. Απέναντι, το βουνό Παλούκι έχει γίνει μοβ και μέσα στους ελαιώνες και τα πεύκα μόλις ασπρίζουν τα πολλά του μοναστηράκια. «Το Αγιον Ορος της Σκοπέλου», που έλεγε κι ο παπα-Νικόλας.