Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
(Κ. Παλαμάς)
Ο ποιητής δεν έχει ακόμα κλείσει τα σαράντα του κι όμως νιώθει πως
βρίσκεται μακριά από το μαγευτικό «πανηγύρι στα σπάρτα». Αυτό το
πανηγύρι τον πρόσμενε σε όλη του τη ζωή. Διατυπώνει όμως
παράπονα
ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό και τη μοίρα του, ενάντια στην
απραγμοσύνη και τη δειλία του. Τον κόσμο τον βλέπει σαν
άφθαστο κάλλος:
«χρυσά σπάρτα», «πανηγύρι πανεύοσμο», «ξανθολούλουδα», «δροσάνθια»,
«ξανθόσπαρτο λιβάδι».
Επίσης τον βλέπει και σαν ανικανοποίητη επιθυμία:
πιστεύει ότι τα εμπόδια στο δρόμο του όπως, «ο θάνατος της γυναίκας
του», «αγκαθερά φυτά», «βούρλα», «βάλτα», «αγκάθια», «πίκρα της αρμύρας»,
«γλίνα της νοτιάς» είναι στοιχεία αξεπέραστα γι΄αυτόν. Το πανηγύρι
φαντάζει μακριά γι΄ αυτόν, θέλει όμως να παραβρεθεί σ΄αυτό το πανηγύρι:
«να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι».
:«Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω, κι αποκάνω και πέφτω». Μέσα στις
προσπάθειές του αυτές υποκύπτει. Από την άλλη όμως «το πανηγύρι το
πανεύοσμο στα σπάρτα, με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα». Εδώ
διαγράφεται ένας αισιόδοξος τόνος. Υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που τον
περιμένει κι αυτό είναι ο αγώνας που πρέπει να κάνει για να το
αγκαλιάσει
«...νιώθω εντός μου τη μοίρα του γυμνού και του ανήμπορου κόσμου»
Αυτός ο στίχος είναι το τελικό συμπέρασμα από την εμπειρία, το
σημείο του ποιήματος. Ο ποιητής νικιέται από την αντίσταση και
πέφτει συντετριμμένος στη μέση της πορείας του. Δεν είναι ο
άνθρωπος ο δυνατός της δράσης.
................................................
Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.