Friday, 2 June 2017

Η σκανταλιάρα Κίσσα!

Υποδεχόμαστε το καλοκαιράκι με ένα υπέροχο-σπαρταριστό κείμενο του Ευρυτάνα λογοτέχνη Στέφανου Γρανίτσα (1880-1915) που αναφέρεται σε ένα πανέξυπνο και σκανταλιάρικο πουλί του τόπου μας την Κίσσα!
Το εν λόγω κείμενο εμπεριέχεται στο γνωστό βιβλίο του αείμνηστου συμπατριώτη μας, που κοσμεί και την προσωπική μας βιβλιοθήκη, και φέρει τον τίτλο: «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας). 
 
Απολαύστε το:
Η ΚΙΣΣΑ
Από τα καφενεία του χωριού λείπει αυτό το κα­λοκαίρι ένα ανυπόφορον βάσανο: Η Κίσσα. 
Είναι ένα πουλί ολίγον μεγαλύτερον από τον κόσσυφαν, αλλά καταπλούμιστο, ίσως από τα ευμορφότερα πουλιά των Ευρυτανικών λόγγων, μαζί με την πέρδικαν, τον τσα­λαπετεινόν (αγριοκόρακα) και τον συκοφάγον. Αλλ’ όσον αγρίμια είναι τα άλλα πουλιά, τόσον ευκολοημέρευτος είναι η Κίσσα.
Οι ολίγοι φοιτηταί που έρχονται εδώ τους καλο­καιρινούς μήνας, περνούν τον καιρόν των ημερεύοντες Κίσσες. Αυτό το πουλί έχει τας κυριωτέρας αρετάς της ελληνικής κοινωνικής ζωής. Του αρέσει η κου­βέντα, λέγει λίγες λέξεις, μιμείται πολύ, σφυρίζει έξο­χα, τρελαίνεται για κομπολόγι, έχει έρωτα στα τρα­πουλόχαρτα και κλέβει όσο δεν φαντάζεσθε.
Εάν τύχη να περάσετε κανένα λόγγον θα νομίσε­τε ότι κάπου δίπλα σας είναι βλάχοι. Προγκά όπως οι βοσκοί, κάνει θαυμάσια τον ήχον του αργαλειού, γαυγίζει όπως τα σκυλιά, χαχανίζει και σφυρίζει θαυμάσια. Οι κυνηγοί την έχουν χάρον στα κυνήγιά των. Σφυρίζει όπως αυτοί και γελά τα σκυλιά των.
Μία την οποίαν είχεν ημερεύσει προ ετών κάποιος φοιτητής, και ήκουεν εις το όνομα Λίζα, είχε καταντήσει πληγή των καφενείων και των σπιτιών. Άμα έβλεπε να παίζουν τα χαρτιά -εδώ δε η πρέφα αρχί­ζει από το πρωί και τελειώνει το βράδυ- η Λίζα θα άφηνε τις περιοδείες της ανά το σπίτι και θα εστρώνετο δίπλα εις την πρέφαν διά να κλέβη χαρτιά και κιμωλίαν.

Ιδιαιτέραν προτίμησιν έδειχνε στις φιγούρες και τα νίκελ. Επειδή όμως το είχεν αντιληφθή ότι την ανεκάλυψαν ως κλέπτριαν, εφρόντιζε να κλωτσά τα χαρτιά και να τα ρίχνη κάτω από τα τραπέζια, άμα ήνοιγε καμμία φιλονεικία ζωηρά μεταξύ των παιζόντων, διότι τότε ήτο βεβαία ότι δεν την παρακολουθούσαν.
Άμα τα εσήκωνε αργότερον από κάτω, διά να τα μεταφέρη στη φωλιά της, ποτέ δεν τα έπαιρνε με το ράμφος της διά να μη την βλέπωμεν. Τα ετρύπωνε από τα πτερά της και αφού επήγαινε κάμποσον δρόμο περπατώντας, τότε τα ήρπαζε με το ράμφος της και επετούσε. Άμα την εβλέπαμε να φεύγη από το καφενείον περπατητά είμαθε βέβαιοι ότι κάτι λα­θρεμπόριον έχει κάτω από τις φτερούγες της.

Όταν κάποτε ανεκαλύψαμεν την κρυψώνα της, εγίναμεν κύριοι δύο περίπου δραχμών εις νίκελ, δύο πακέτων καπνού, μιας τράπουλας από φιγούρες, μιας χαλκομανίας και αφθόνου «πέτρου» - είδος λαζανιών τα οποία φκιάνουν με αυγά, γάλα και βούτυρον.
Εγνώριζε σχεδόν όλους τους τακτικούς πελάτας των τριών-τεσσάρων καφενείων του χωριού μας. Εγνώριζεν ωσαύτως τον χασάπην, ο οποίος την εφιλοδώρει κάποτε ολίγο πλεμόνι, και τον οποίον άμα δεν έσφαζε τον έπαιρνε από κοντά. Εκείνος την έδιωχνε και της έλεγεν:

- Ε! καλά τώρα φεύγα!... Μου ’δωκες την παραγ­γελία να σου κρατήσω κρέας άμα σφάξω...

Άμα έβγαινε στο χωριό από τα χωράφια του ένας γέρος με μεγάλο κόκκινο κομπολόγι τον υπεδέχετο και τον συνώδευε στο καφενείο. Ήταν μεγάλη χαρά της ν’ ακούη το παίξιμο του κομπολογιού.
Ώρες ολόκληρες εκάθητο δίπλα του για να χαί­ρεται το κομπολόγι. Κάποτε είπαμε του γέρου και άφησε σ’ ένα κάθισμα το κομπολόγι του. Η Λίζα εκοίταξεν όλους και άμα είδε πως κανείς δεν την πα­ρακολουθεί, έσυρε το κομπολόγι κρυφά-κρυφά και το ετρύπωσε κάτω από τον μπεζαχτάν του καφετζή. Έπειτα έφυγε, ίσως για να μην αποδοθή εις αυτήν η κλοπή.

Αλλ’ όταν επέστρεψε και δεν ευρήκεν εκεί τα κο­μπολόγι έβαλε κάτι κραυγάς, ως να επέπληττεν ημάς τους άλλους διότι την εκλέψαμεν. Επί τέλους ο γέρος ήρχισε να παίζη πάλι το κομπολόγι του και τότε η Λίζα ησύχασε, σκεφθείσα ίσως ότι το επήρε εκείνος εις τον οποίον ανήκε το κλοπιμαίον.
Διά τους χωρικούς είναι μεγάλη πληγή, διότι ρη­μάζει τα καλαμπόκια και τα σταφύλια. Η Λίζα ευρήκε οικτρόν θάνατον μέσα εις καλαμπόκι από ένα γέρον ο οποίος δεν την διέκρινεν ότι ήτο η ήμερη Κίσσα, με όλα τα λοφία και τα βροντζαλίδια, με τα οποία την είχαμε στολισμένην.

Ευτυχώς εσχάτως ανεκαλύφθη και το φόβητρον της Κίσσας από τους χωρικούς. Απηυθύνθησαν στην πολλήν εξυπνάδα της διά να την φοβίσουν και να μην πατά στα καλαμπόκια. Περιτριγυρίζουν το χωράφι με μίαν χονδρήν κλωστήν και η Κίσσα, η οποία δεν φο­βείται τίποτε άλλο, άμα βλέπει τα ακίνδυνα αυτά ράμματα, επάνω από τα οποία διέρχονται ανύποπτα τα άλλα πουλιά, αυτή υποπτεύεται ότι κάποια μεγά­λη παγίς είναι στημένη και φεύγει.

- Α, εδώ είναι δάκτυλος! Όλα κι όλα, έμενα δεν με γελάτε!...

Μήπως, αγαπητέ Ζαχαρία, δεν είναι ελληνικωτάτη και αυτή η ευφυία της, η οποία την βάζει να υποπτεύεται δακτύλους διά να μένη θεονήστικη;

«Ευρυτάνας ιχνηλάτης»