Άνοιξη του 1999. Στο Βέλγιο εντοπίζονται υψηλά επίπεδα διοξίνης και άλλων
τοξικών ουσιών σε αβγά. Η καρκινογόνος ουσία εντοπίζεται ύστερα από
εντατικούς ελέγχους σε πουλερικά και χοιρινά που θεωρείται βέβαιο ότι
κατέληξαν στα στομάχια Γερμανών καταναλωτών, καθώς η Γερμανία ήταν ο
βασικός εισαγωγέας τους. Γεγονός αρκετό για να προκαλέσει την μήνιν του
Βερολίνου τόσο κατά των Βέλγων εκτροφέων και παραγωγών όσο και κατά των
αξιωματούχων των Βρυξελλών.
Μία δεκαετία και κάτι αργότερα -κι αφού μεσολάβησαν αρκετά «μεμονωμένα»
περιστατικά διατροφικών σκανδάλων- η ειρωνεία της τύχης φέρνει τη
Γερμανία πρωταγωνίστρια στο νέο διατροφικό σκάνδαλο που συγκλονίζει την
Ευρώπη.
Αυτή τη φορά, οι Γερμανοί αντιδρούν με περισσότερη ψυχραιμία. Δεν υπάρχει
λόγος ανησυχίας, ούτε διασποράς του πανικού, υποστηρίζουν, για ένα ζήτημα
που προκάλεσαν «μεμονωμένοι» παραβάτες… Και φυσικά εξαγγέλθηκαν
διαβουλεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη για τη λήψη μέτρων που θα διασφαλίζουν
πιο αποτελεσματικά την προστασία των καταναλωτών.
Για μία ακόμη φορά, το επικίνδυνο κενό στη διατροφική αλυσίδα που
μπορεί να απειλήσει τη δημόσια υγεία και τη ζωή εκατομμυρίων καταναλωτών
αντιμετωπίζεται ως «μεμονωμένη υπόθεση». Οσο για τις ριζικές μεταρρυθμίσεις
στους κανόνες λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγροτικής και κτηνοτροφικής
παραγωγής, που με τόσο σθένος ζητούσε στις αρχές του 2000 η πρώην υπουργός
Προστασίας του Καταναλωτή και μέλος των Πρασίνων, Ρενάτε Κούναστ, είτε
ξεχάστηκαν στο μεσοδιάστημα, είτε δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Ίσως, λοιπόν, το «έγκλημα» να ήταν προμελετημένο. Διότι η εταιρεία
Harles und Jentzsch γνώριζε από τον Μάρτιο ότι οι ζωοτροφές που προορίζονταν
για γερμανικές φάρμες ήταν μολυσμένες με διοξίνη. Διότι οι αρμόδιες
γερμανικές αρχές πληροφορήθηκαν μόλις στις 27 Δεκεμβρίου για το υψηλό
επίπεδο διοξίνης στις ζωοτροφές, ο συναγερμός, ωστόσο, σήμανε στις 3
Ιανουαρίου.
Όταν και αποκαλύφθηκε το μέγεθος της μόλυνσης: 150.000 τόνοι ζωοτροφών
μολυσμένοι με βιομηχανικά λίπη διατέθηκαν προς κατανάλωση, 4.700 φάρμες σε
όλη τη χώρα έκλεισαν, στην πλειονότητά τους στην Κάτω Σαξονία (αν και οι
3.000 λειτουργούν ξανά), εκατοντάδες ζώα σφαγιάστηκαν, χιλιάδες αβγά
μολύνθηκαν.
Το σκάνδαλο περνά εκτός συνόρων… Αβγά μολυσμένα με διοξίνες που
εστάλησαν για επεξεργασία στην Ολλανδία πέρασαν σε υγρή μορφή στη Βρετανία,
όπου χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή τροφίμων όπως μαγιονέζα. Και παρά τις
διαβεβαιώσεις τόσο των Γερμανών όσο και της Ευρωπαϊκής Ενωσης «περί
ελάχιστης και συνεπώς μη επικίνδυνης τοξικότητας», η μία μετά την άλλη οι
χώρες λαμβάνουν μέτρα.
Η Σλοβακία διέκοψε προσωρινά την πώληση αβγών και πουλερικών από τη
Γερμανία, η Νότια Κορέα διέκοψε τις εισαγωγές χοιρινού, η Ρωσία κάλεσε τους
πολίτες να μην καταναλώνουν γερμανικά προϊόντα που ενδέχεται να έχουν
μολυνθεί, η Ιαπωνία ενέτεινε τους ελέγχους στα εισαγόμενα κρέατα από τη
Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Κίνα ανέστειλε τις εισαγωγές
προϊόντων χοιρινού κρέατος και αβγών.
Όχι βέβαια ότι όλοι αυτοί είναι άμοιροι ευθυνών… Στην Κίνα, ο
απόηχος της υπόθεσης με το επιμολυσμένο με μελαμίνη γάλα που προκάλεσε το
θάνατο δεκάδων παιδιών και τη δηλητηρίαση τουλάχιστον άλλων 300.000 το 2008,
δεν έχει ακόμη κοπάσει. Η Νότια Κορέα είναι αντιμέτωπη με επιδημία αφθώδους
πυρετού και θα προχωρήσει σε μαζική σφαγή χιλιάδων ζώων.
Τα σκάνδαλα
Ανάλογα περιστατικά έχουν καταγραφεί στο παρελθόν στη Βρετανία, με τις
«τρελές αγελάδες», στην Ισπανία, όπου η κυκλοφορία ενός φτηνού λαδιού που
αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι περιείχε νιτροβενζίνη προκάλεσε το θάνατο
1.200 Ισπανών, στην Ουκρανία, όπου ηλιέλαιο αναμεμειγμένο με ορυκτέλαιο είχε
κυκλοφορήσει σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή αγορά.
Σκάνδαλα που έσκασαν σαν πυροτεχνήματα, προκάλεσαν διεθνή αναστάτωση
στους καταναλωτές, σύντομα, όμως, «ξεφούσκωσαν» παρά το γεγονός ότι
αποδεδειγμένα ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
Το βασικό ζητούμενο, άλλωστε, στη βιομηχανία τροφίμων τα τελευταία χρόνια
είναι το εξής ένα: Η σχέση κόστους και κέρδους. Ποιος θα μπορέσει να παράγει πιο φθηνά και να
κερδίσει περισσότερα σε μία παγκοσμιοποιημένη αγορά, με διευρυμένη πλέον
αγοραστική βάση, ιδιαίτερα υπό τις συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας ή ύφεσης
των τελευταίων ετών.
Μία από τις «εύκολες» λύσεις για μείωση του κόστους και ταυτόχρονη
εγγύηση του κέρδους είναι η χρήση χημικών ουσιών στις ζωοτροφές. Μία μέθοδος
που σε συνδυασμό με τους «χαλαρούς» ελέγχους των αρμόδιων αρχών μπορεί να
εξασφαλίσει μεγαλύτερη παραγωγή, υψηλότερες πωλήσεις και αύξηση των
περιθωρίων κέρδους. Οι προληπτικοί έλεγχοι και οι ασφαλείς διαδικασίες
παραγωγής περνούν στο περιθώριο, ενώ οι καταναλωτές είναι έρμαια της
ασυδοσίας και της ανευθυνότητας όσων αδιαφορούν για τη δημόσια υγεία.
Οσο η σχέση κόστους – κέρδους παραμένει άρρηκτη, όσο κυβερνήσεις θα
εθελοτυφλούν σε αμφιλεγόμενες πρακτικές, όσο τα επίσημα χείλη θα κάνουν λόγο
για «μεμονωμένα περιστατικά» όταν αναφέρονται σε μείζονα διατροφικά
σκάνδαλα, τόσο οι βραδυφλεγείς διατροφικές βόμβες θα συνεχίσουν να
«σερβίρονται» στα πιάτα μας…
Ο κτηνοτρόφος Αλερς «δείχνει» τους εγκληματίες
«Ως κτηνοτρόφοι, μπορούμε να εργαζόμαστε απολύτως υπεύθυνα, τηρώντας όλες
τις προδιαγραφές υγιεινής και ποιότητας. Ομως, σε επίπεδο ζωοτροφών, είμαστε
εξαρτημένοι από τους παραγωγούς και το κατά πόσο είναι και αυτοί καθαροί.
Κατά κανόνα το κάνουν. Ομως, σε αυτή την περίπτωση, ένας εγκληματίας έφερε
έναν ολόκληρο κλάδο στα πρόθυρα της καταστροφής».
Τα λόγια του Φρίντριχ Αλερς, ενός από τους χιλιάδες Γερμανούς που έχουν
φάρμα εκτροφής ζώων, αποκαλύπτουν έναν από τους μεγάλους κινδύνους που
συνοδεύουν τη βιομηχανοποίηση της κτηνοτροφίας. Διότι στο προηγούμενο
στάδιο, κάθε αγρόκτημα αποτελούσε μια ολοκληρωμένη μονάδα παραγωγής -από τη
γέννηση και την εκτροφή των ζώων μέχρι τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Σήμερα,
όμως, εξαιτίας του ολοένα πιο αυστηρού καταμερισμού εργασίας που επέβαλαν οι
ανάγκες της μαζικής παραγωγής, αυτό ισχύει μόλις για το 20% των αγροκτημάτων
της Γερμανίας -και ο αριθμός τους βαίνει διαρκώς μειούμενος.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι, πολύ απλά, ένα ακατάλληλο προϊόν που
παράγεται σε μία και μόνο εγκατάσταση (όπως συνέβη στη συγκεκριμένη
περίπτωση με τα έλαια της εταιρείας Harles & Jentzsch, με έδρα το
κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν), μπορεί πολύ εύκολα και γρήγορα να μολύνει
μεγάλο μέρος της αλυσίδας παραγωγής και, κατά συνέπεια, τα τελικά προϊόντα
που κυκλοφορούν σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά και εκτός αυτής, μέσω των
εξαγωγών.
Υπάρχει λύση; Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτή βρίσκεται στους
εξονυχιστικούς και διαρκείς ποιοτικούς ελέγχους. «Πρέπει να αποσαφηνιστεί
εάν οι εταιρείες που προμηθεύουν τις πρώτες ύλες για τις ζωοτροφές θα πρέπει
να αντιμετωπίσουν αυστηρότερους ελέγχους προκειμένου να αδειοδοτηθούν»,
δήλωσε και η αρμόδια υπουργός, Ιλζε Άιγκνερ.
Μόνο που και η απάντηση αυτή κρύβει πολλές παγίδες: Είναι ποτέ δυνατό να
αποφευχθεί η ύπαρξη μεμονωμένων κρουσμάτων, που όμως απειλούν την υγεία
εκατομμυρίων πολιτών; Ποιος θα πληρώσει για τη στελέχωση των υπηρεσιών
ελέγχου, ειδικά σε μια περίοδο που τα κράτη προχωρούν σε περικοπές των
δημόσιων δαπανών; Πόσο σίγουροι μπορούν να αισθάνονται οι πολίτες άλλων
χωρών όταν στην πολύ καλά οργανωμένη Γερμανία παρατηρούνται τέτοια
φαινόμενα; Τελικά, πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τον φυσικό τρόπο ζωής και
αναπαραγωγής;
Διοξίνες, ένας αόρατος «εχθρός»
Τι είναι οι διοξίνες; Οι διοξίνες είναι χημικές ενώσεις που αποτελούνται
από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και χλώριο. Είναι υποπροϊόν χημικών
αντιδράσεων που προκύπτει κατά την καύση απορριμμάτων ή στην παραγωγή
χρωμάτων ή βενζίνης. Παράγονται επίσης από ορισμένα φυσικά φαινόμενα, όπως
οι ηφαιστειακές εκρήξεις ή οι δασικές πυρκαγιές. Βρίσκονται παντού στο
περιβάλλον και συνεπώς όλοι εκτιθέμεθα σε αυτές έμμεσα.
Οπως υποστηρίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το 90% της έκθεσης του
ανθρώπου στις διοξίνες γίνεται μέσω των τροφίμων, κυρίως του κρέατος,
των γαλακτοκομικών και των θαλασσινών.
Οπως στα ζώα έτσι και στον άνθρωπο οι διοξίνες εισχωρούν στον λιπώδη ιστό
όπου και παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οταν μια ιδιαίτερα δηλητηριώδης διοξίνη εισχωρήσει στο ανθρώπινο σώμα,
χρειάζονται περίπου επτά χρόνια έως ότου ο οργανισμός την αποβάλει. Μια
διοξίνη με λιγότερο δηλητήριο ενδέχεται να παραμείνει ακόμα και είκοσι
χρόνια στον ανθρώπινο οργανισμό μέχρι να αποβληθεί κατά το ήμισυ.
Γιατί είναι επικίνδυνες;
«Οι διοξίνες δεν παράγονται με σκοπό να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο.
Αποτελούν προϊόντα καύσης και το πρόβλημα είναι ότι κάποιες από αυτές είναι
τοξικές, δηλαδή δηλητηριώδεις», δηλώνει ο Χ. Σαφτ, του Γερμανικού
Ινστιτούτου Αξιολόγησης Κινδύνων. Οι διοξίνες δρουν ως ισχυρές
«περιβαλλοντικές ορμόνες» -όπως αναφέρει η Greenpeace-, μπορούν να
επηρεάσουν το ανοσοποιητικό και νευρικό σύστημα και πολλές φορές είναι
καρκινογόνες.
Πώς καταλήγουν στο πιάτο μας;
Η παράλογη χρήση ορυκτέλαιων στις ζωοτροφές μολύνει με διοξίνες κοτόπουλα
και άλλους ζωντανούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα να φτάνουν στο πιάτο
μας
Τι συνέβη στη Γερμανία;
Σύμφωνα με την Ε.Ε., όλα ξεκίνησαν όταν λιπαρά οξέα που προορίζονταν για
βιομηχανική χρήση αναμείχθηκαν με φυτικά λίπη για τη δημιουργία ζωοτροφών.
Οι μολυσμένες ζωοτροφές διανεμήθηκαν σε αρκετές φάρμες στη Γερμανία και
καταναλώθηκαν από χοίρους και κοτόπουλα. Ορισμένα αβγά αποστάληκαν για
επεξεργασία σε εργοστάσια της Ολλανδίας, με αποτέλεσμα 14 τόνοι
παστεριωμένων αβγών σε υγρή μορφή να εξαχθούν στη Βρετανία και να… εισαχθούν
στη διατροφική αλυσίδα.
Γιατί ανησυχεί η Ευρώπη;
Τα συστήματα παραγωγής και επεξεργασίας τροφίμων στην Ε.Ε. είναι
ενοποιημένα σε τέτοιο βαθμό που το να εντοπίσει κανείς ποια ακριβώς τρόφιμα
και ουσίες έχουν μολυνθεί είναι αρκετά περίπλοκο. Αυτός είναι και ο λόγος
που η Ε.Ε. εκτιμά ότι ο καλύτερος τρόπος αποτροπής της ανθρώπινης έκθεσης σε
μολυσμένα προϊόντα είναι η επιβολή αυστηρότερων ελέγχων στη βιομηχανική
διαδικασία.
Ποια είναι η λύση;
Παρά τους κινδύνους για την υγεία μας, οι διοξίνες δεν μπορούν να
απαγορευθούν, αφού -όπως υποστηρίζει ο Σαφτ- «απλώς προκύπτουν, όπου
υπάρχουν μεγάλες πυρκαγιές ή καύση και στη συνέχεια καταλήγουν στο
περιβάλλον». Ισως η μοναδική απάντηση στο πρόβλημα είναι οι εντατικοί
έλεγχοι σε κτηνοτροφικές μονάδες, σύμφωνα με τον Σαφτ. Σύμφωνα πάντως με τη
Greenpeace, απαραίτητη είναι η στροφή στην ήπια (και κατά προτίμηση
βιολογική) γεωργία και κτηνοτροφία, στην τοπική παραγωγή ζωοτροφών.
ΚΙΝΑ
Το μολυσμένο γάλα οδηγεί… στο εκτελεστικό απόσπασμα
Σωρεία παρατυπιών και παραβλέψεων παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην
παραγωγή τροφίμων -και πολλών άλλων αγαθών- στην Κίνα. Η θεαματική
οικονομική ανάπτυξη της χώρας την τελευταία δεκαετία την κατέστησε παγκόσμια
υπερδύναμη στην παραγωγή και εξαγωγή προϊόντων πάσης φύσεως. Ως εκ τούτου,
κατέχει ιδιαίτερα «νευραλγική» θέση και στη διεθνή αγορά διατροφικών
προϊόντων.
Και στην περίπτωση της Κίνας επιβεβαιώνεται, όμως, ο κανόνας που
θέλει τη σχέση χαμηλού κόστους και μεγιστοποίησης του κέρδους να μην συνάδει
με την υπευθυνότητα που θα όφειλαν να επιδεικνύουν οι αρχές. Οι οποίες έχουν
κατακριθεί ότι κάνουν τα «στραβά ματιά», εφαρμόζοντας ανελλιπείς ή χαλαρούς
ελέγχους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μαζική παραγωγή που απαιτείται τόσο
για την κάλυψη των αναγκών της πολυπληθέστερης χώρας του πλανήτη, όσο και
των εξαγωγικών υποχρεώσεών της.
Το… δηλητηριώδες μενού που σερβίρει το Πεκίνο τα τελευταία χρόνια
είναι «πλουσιοπάροχο»: Από το μολυσμένο με μελαμίνη γάλα που στοίχισε τη ζωή
σε δεκάδες παιδιά και δηλητηρίασε 300.000 επιπλέον, μέχρι μολυσμένες με
μελαμίνη ζωοτροφές, κατεψυγμένο σπανάκι με εντομοκτόνο, ψάρια με πράσινο
μαλαχίτη, βρόμικους χουρμάδες, δηλητηριώδεις ξιφίες, μέλι με αντιβιοτικά και
πιπέρι με εντομοκτόνα.
«Γεύσεις» για όλα τα γούστα…
Παρά τη δυστοκία του στη λήψη αυστηρών μέτρων για την προστασία της
δημόσιας υγείας, το Πεκίνο φροντίζει σχεδόν πάντα να βρίσκει ενόχους και να
τους τιμωρεί παραδειγματικά. Αυτή την εβδομάδα έγινε γνωστό ότι τον Ιούλιο
είχαν συλληφθεί 96 άτομα για την υπόθεση του μολυσμένου βρεφικού γάλακτος,
για την οποία έχουν ήδη εκτελεστεί δύο άνθρωποι και έχουν επιβληθεί ισόβιες
ποινές φυλάκισης, γεγονός που προκάλεσε αμηχανία στη διεθνή κοινότητα…
Της Ντίας Ζάβρα και του Παναγιώτη Παπαϊωάννου
No comments:
Post a Comment